σπογγαλιεύς

σπογγαλιεύς
ο, Ν
βλ. σπογγαλιέας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σπογγαλιέας — και σπογγαλιεύς, ο, Ν αλιέας σπόγγων, σφουγγαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπόγγος + ἀλιεύς / αλιέας. Η λ., στον λόγο τύπο σπογγαλιεύς, μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη] …   Dictionary of Greek

  • σπογγαλιεία — η, Ν η αλιεία τών σπόγγων, η απόσπασή τους από τον βυθό, η συγκέντρωση και η πρώτη φάση κατεργασίας τους μέσα στα σπογγαλιευτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπογγαλιεύς. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Α. Μηλιαράκη] …   Dictionary of Greek

  • σπογγαλιευτικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σπογγαλιεία («σπογγαλιευτικό επάγγελμα») 2. το ουδ. ως ουσ. το σπογγαλιευτικό ναυτ. ειδικά διαμορφωμένο και εξοπλισμένο πλοίο που είναι προορισμένο για την αλιεία τών σπόγγων και χαρακτηρίζεται,… …   Dictionary of Greek

  • σπογγεύς — ὁ, και σπογγιεύς, Α σπογγαλιεύς, σφουγγαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπόγγος / σπογγίον + κατάλ. εύς (πρβλ. ιππ εύς)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”